Τριο σε παραλία γυμνιστών στη Καβάλα

Τριο σε παραλία γυμνιστών στη Καβάλα

Ανάμεσα στη Σιωπή και τα Κύματα – Μια Εμπειρία στην Καβάλα

Ήταν Ιούλιος. Από εκείνες τις μέρες που η ζέστη δεν σε βαραίνει — σε προσκαλεί. Βρέθηκα σε μια μικρή, κρυφή παραλία κοντά στην Καβάλα, μια από αυτές που κυκλοφορούν μόνο από στόμα σε στόμα. Εκεί όπου τα ρούχα δεν έχουν θέση και οι ματιές είναι ελεύθερες.

Η παραλία ήταν σχεδόν άδεια. Ίσως τέσσερις ή πέντε άνθρωποι. Η αίσθηση ελευθερίας… απερίγραπτη. Ξάπλωσα κάτω από ένα δέντρο, αφήνοντας το κορμί μου να συνηθίσει τον ήλιο και το αλάτι. Και τότε, τις είδα.

Περπατούσαν ξυπόλυτες, με βήματα σταθερά και ανεπιτήδευτα. Η μία ψηλή, με σγουρά μαλλιά και βλέμμα που τρυπούσε. Η άλλη πιο χαμηλόφωνη στην παρουσία της, αλλά εξίσου μαγνητική. Σαν να υπήρχε μια σιωπηλή συμφωνία ανάμεσά τους. Μια ροή, χωρίς λέξεις.

Άφησαν τα πράγματά τους λίγο πιο δίπλα. Κι ενώ δεν υπήρξε χαιρετισμός, τα βλέμματά μας συναντήθηκαν. Ήταν ένα εκείνο το “σε βλέπουμε και ξέρουμε ότι μας βλέπεις.”

Πέρασε λίγη ώρα, και η μία από τις δύο ήρθε προς το μέρος μου.

— «Καίει πολύ ο ήλιος εδώ. Μπορούμε να μοιραστούμε λίγη σκιά;»

Χαμογέλασα. «Η σκιά είναι για όλους.»

Κάθισαν δίπλα μου. Λίγο άβολα στην αρχή — ή τουλάχιστον έτσι ήθελαν να δείχνουν. Σύντομα όμως τα γέλια έσπασαν τον πάγο. Η συζήτηση πήρε απρόσμενη τροπή. Από ταξίδια, σε ερωτικές ελευθερίες. Από ανασφάλειες, σε όσα θέλουμε να ζήσουμε χωρίς να απολογηθούμε.

— «Είναι ωραίο να νιώθεις ότι δεν σε κρίνει κανείς», είπε η μία, παίζοντας με το κοχύλι που κρατούσε.

— «Ειδικά όταν σε παρατηρούν… και νιώθεις αποδοχή, όχι ντροπή», πρόσθεσε η άλλη, με βλέμμα στραμμένο πάνω μου.

Δεν απάντησα. Δεν χρειάστηκε.

Ένα άγγιγμα στο χέρι μου — ανεπαίσθητο, μα ξεκάθαρο. Το κορμί μου αντέδρασε πρώτο. Η καρδιά μου, λίγο αργότερα.

Δεν υπήρξε βιασύνη. Μόνο κύματα. Πρώτα στη θάλασσα. Μετά μέσα μας.

Η μία στάθηκε πίσω μου, τα χέρια της στους ώμους μου. Η άλλη μπροστά, το βλέμμα της καρφωμένο στο δικό μου. Ήταν σαν να έπλεαν γύρω μου, χωρίς να με πνίγουν – με τύλιγαν.

Η άμμος κάτω απ’ το κορμί μας ήταν ζεστή, ο αέρας μύριζε αλάτι και πεύκο. Τα σώματα μας, εκτεθειμένα στον ήλιο, στη θέα, και το ένα στο άλλο, συντονίστηκαν σε έναν ρυθμό που δεν ακούγονταν — μόνο ένιωθες.

Και μετά… η αγκαλιά. Οι ανάσες που ενώθηκαν. Το χάδι που έγινε ανάμνηση πριν προλάβει να χαθεί.

Όταν τελείωσε, δεν υπήρξε αμηχανία. Καμία λέξη περιττή. Μόνο ένα βλέμμα ανάμεσά μας. Ένα βλέμμα που έλεγε:

“Δεν είμαστε τρεις ξένοι. Είμαστε τρία κομμάτια μιας εμπειρίας που δεν ζητάει εξηγήσεις.”

Τις είδα να φεύγουν λίγο πριν δύσει ο ήλιος. Δεν ρώτησα ονόματα. Δεν έδωσαν.
Μόνο μια υπόσχεση: Αν το σύμπαν θελήσει, θα ξανασυναντηθούμε.

leave your comment

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Top