Sexy λεσβίες ήθελαν να της παίρνω μάτι – Το σκηνικό
Μέσα από τη Σχισμή – Μια Νύχτα που Ξύπνησε τα Βλέμματα
Ήταν ένα τριήμερο απόδρασης σ’ ένα beach house φίλων, νότια της Αττικής. Ο αέρας μύριζε αλάτι και γιασεμί. Το σπίτι χτισμένο πάνω στο κύμα, με μεγάλες τζαμαρίες, λευκές κουρτίνες που ανέμιζαν και μια υπέροχη βεράντα που έβλεπε απευθείας στη σελήνη.
Είχα μείνει στο πίσω δωμάτιο, με μπαλκονόπορτα που έβγαζε στην αυλή. Δεν είχα κοιμηθεί – κάτι με κρατούσε ξύπνιο. Ίσως το κρασί, ίσως η σιωπή. Ίσως… εκείνες.
Η Άλεξ και η Δάφνη. Ήρθαν μαζί, χαλαρές, σίγουρες, όμορφες. Η Άλεξ είχε εκείνο το γέλιο που σε τραβούσε χωρίς προσπάθεια. Η Δάφνη, ήρεμη αλλά με μάτια που έλεγαν ιστορίες. Είχα προσέξει τις μικρές ματιές τους μεταξύ τους. Τα άγγιγμα που κρατούσε λίγο παραπάνω. Τα μισόλογα, τις σιωπές που φώναζαν.
Κι εγώ… θεατής. Πάντα.
Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα.
Ήταν σχεδόν 3 τα ξημερώματα. Περπατούσα σιωπηλά προς την κουζίνα, όταν άκουσα ένα γέλιο. Ήταν χαμηλό, μεθυσμένο. Έσκυψα λίγο για να κοιτάξω απ’ τη γωνία του διαδρόμου.
Η πόρτα του δωματίου τους είχε μείνει μισάνοιχτη. Μέσα, φως αχνό, κι αυτές – σαν σκηνή από όνειρο. Τα κορμιά τους μισοσκεπασμένα με το λευκό ριχτάρι. Η Άλεξ είχε γείρει πάνω στη Δάφνη. Τα μαλλιά της έπεφταν στο πρόσωπό της. Και το χέρι της… κινιόταν αργά. Σαν να ήξερε ότι την παρακολουθούσα.
Δεν κρύφτηκα. Δεν μπορούσα. Κρατήθηκα σιωπηλός, το βλέμμα μου παγιδευμένο.
Η Δάφνη σήκωσε τα μάτια της και με κοίταξε.
Κατευθείαν. Ξεκάθαρα. Χωρίς ντροπή.
Δεν τρόμαξε. Δεν κάλυψε τίποτα. Αντίθετα, της ξέφυγε ένα χαμόγελο. Ένα από αυτά που δεν ζητάει άδεια – προσκαλεί.
Η Άλεξ γύρισε το κεφάλι και με είδε κι εκείνη. Δεν ξαφνιάστηκε. Πλησίασε τα χείλη της στο αυτί της Δάφνης και ψιθύρισε κάτι. Εκείνη γέλασε.
Και μετά – έσπρωξε λίγο παραπάνω την πόρτα. Σαν να μου έλεγε: “Θες να δεις; Δες.”
Δεν με κάλεσαν. Μα δεν με έδιωξαν.
Έμεινα εκεί, στο κατώφλι του απαγορευμένου, ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, ανάμεσα στο θέαμα και το άγγιγμα που ποτέ δεν ήρθε. Κι αυτό από μόνο του, ήταν πιο ερεθιστικό απ’ οτιδήποτε άλλο.
Η νύχτα εκείνη, δεν ήταν για συμμετοχή. Ήταν για παρατήρηση.
Ήταν το βράδυ που δεν με ήθελαν μαζί τους… αλλά ήθελαν να ξέρω ότι ήμουν εκεί. Ότι έβλεπα. Ότι δεν άντεχα να μην δω.
Η πόρτα έμεινε ανοιχτή. Όχι ορθάνοιχτη — τόσο όσο χρειαζόταν. Για να βλέπω. Για να νιώθω. Για να καίγομαι.
Οι ανάσες τους γινόντουσαν πιο βαριές, συγχρονισμένες. Ήταν σαν χορογραφία — από αυτές που δεν διδάσκονται. Χέρια που χάραζαν διαδρομές, βλέμματα που δεν έκρυβαν τίποτα. Το πάπλωμα είχε πέσει στο πλάι. Το φως χτυπούσε στο ημισκόταδο το περίγραμμα των σωμάτων τους, λες και κάποιος ζωγράφιζε με φλόγα.
Και τότε, η Δάφνη, χωρίς να σταματήσει να με κοιτάζει, σήκωσε το χέρι της και έδειξε απαλά προς τα μέσα. Ήταν μια σιωπηλή πρόσκληση. Δεν είπε τίποτα — δεν χρειαζόταν. Το βλέμμα της έλεγε τα πάντα.
Έμεινα ακίνητος. Για ένα δευτερόλεπτο που έμοιασε αιώνας. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, όχι μόνο από πόθο, αλλά από κάτι βαθύτερο — την αίσθηση ότι περνούσα ένα όριο που δεν είχε επιστροφή.
Μπήκα στο δωμάτιο.
Η Άλεξ χαμογέλασε, ήρεμη, σίγουρη. Τράβηξε μια κουβέρτα προς τα πίσω. Ο χώρος ανάμεσά τους — ήταν για μένα.
Κάθισα αργά, ανάμεσά τους, νιώθοντας το βάρος του βλέμματός τους πάνω μου. Δεν ήξερα αν έπρεπε να αγγίξω ή να περιμένω. Δεν υπήρχαν κανόνες εδώ. Υπήρχε μόνο παράδοση.
Τα χέρια τους με ακούμπησαν ταυτόχρονα. Ο τρόπος τους δεν ήταν βιαστικός. Ήταν σαν να με διάβαζαν, σαν να ήξεραν ακριβώς πού να σταθούν και πώς να οδηγήσουν κάθε αναπνοή.
Δεν ήμουν απλώς μέσα στη στιγμή — ήμουν κομμάτι της δημιουργίας της.
Δεν υπήρχαν λόγια. Μόνο μια σειρά από στιγμές, από αγγίγματα, από ανάσες που έλεγαν: “Σε διαλέξαμε. Ήταν πάντα για σένα.”
Η νύχτα δεν είχε ρολόι. Δεν είχε «πριν» ή «μετά». Μόνο τώρα.
Και όταν τα κορμιά μας ξάπλωσαν αγκαλιασμένα, με τον ιδρώτα και την αλμύρα της θάλασσας να μπερδεύονται, εκείνη η σιωπή που απλώθηκε στο δωμάτιο δεν ήταν άδεια.
Ήταν γεμάτη.
Από όσα είδα.
Από όσα ένιωσα.
Και από όσα δεν θα ξεχαστούν.