Πήδηξα την γυναίκα του σε ξενοδοχείου στη Πάρο
Μια Στιγμή στην Πάρο – Εκεί που τα Όρια Σβήνουν
Ήταν μια από εκείνες τις απογευματινές ώρες που η Πάρος ησυχάζει. Ο ήλιος δεν είχε δύσει ακόμη, αλλά η θερμοκρασία είχε αρχίσει να πέφτει. Τα πάντα έμοιαζαν ακίνητα, σαν να κρατούσαν την ανάσα τους λίγο πριν το βράδυ.
Το ξενοδοχείο ήταν μικρό, πετρόχτιστο, με δωμάτια που έβλεπαν κατευθείαν στο Αιγαίο. Είχα πάει για λίγες μέρες να αδειάσω το μυαλό μου. Ή έτσι νόμιζα.
Εκείνη… ήρθε αργότερα. Με τον άντρα της. Γνωστοί από παλιά. Τυχαία συνάντηση στο νησί. Ένα ποτό στην πισίνα. Ένα βλέμμα παραπάνω. Ένα άγγιγμα που κράτησε λίγο περισσότερο απ’ όσο “έπρεπε”.
Ο άντρας της έφυγε για “μια δουλειά στο λιμάνι”. Εκείνη έμεινε πίσω. Ήπιαμε ένα ποτήρι κρασί στο μπαλκόνι μου, και κοιτάζαμε τη θάλασσα χωρίς να λέμε πολλά. Η σιωπή όμως ήταν γεμάτη. Είχε βάρος. Είχε ιστορία. Και κάτι ανείπωτο.
Σηκώθηκε, αργά. Περπάτησε στο δωμάτιο σαν να της ανήκε. Στάθηκε μπροστά στο παράθυρο. Η πλάτη της φωτίστηκε από το φως του δειλινού. Ήξερε ότι την κοίταζα. Και δεν γύρισε.
— «Δεν θα πεις τίποτα;» μου είπε τελικά, με μια φωνή χαμηλή, σχεδόν ψίθυρο.
— «Αν μιλήσω, φοβάμαι ότι τίποτα δεν θα μείνει ίδιο.»
Χαμογέλασε. Δεν γύρισε ακόμη.
— «Ίσως αυτό να είναι το νόημα.»
Τότε ήταν που πλησίασα. Δεν θυμάμαι αν την άγγιξα πρώτος ή με άγγιξε εκείνη. Θυμάμαι μόνο την αίσθηση: δέρμα ζεστό, καρδιά που χτυπούσε, χείλη που δεν ήθελαν εξηγήσεις.
Τα σεντόνια μύριζαν λεβάντα και ήλιο. Το σώμα της είχε εκείνη την αλήθεια που δεν λέγεται με λέξεις. Δεν υπήρχε βιασύνη. Δεν υπήρχε ντροπή. Υπήρχε μόνο παράδοση. Στο βλέμμα, στο άγγιγμα, στην ανάγκη.
Κάθε στιγμή ήταν απόφαση. Κάθε ανάσα, επιλογή. Και τίποτα δεν έμοιαζε λάθος.
Όταν τελείωσε, δεν υπήρξε ούτε συγγνώμη, ούτε μετάνοια. Μόνο εκείνη η σιωπή που έρχεται όταν όλα έχουν ειπωθεί με τρόπο που μόνο το σώμα καταλαβαίνει.
Κάθισε στο κρεβάτι, μάζεψε τα μαλλιά της και με κοίταξε χωρίς καμία ενοχή.
— «Δεν ήταν λάθος. Ήταν κάτι που χρειαζόμασταν και οι δύο.»
Και ύστερα… έφυγε. Όπως είχε έρθει. Χωρίς φασαρία. Χωρίς υποσχέσεις.
Μα εκείνη η στιγμή στην Πάρο — δεν έφυγε ποτέ.
Πέρασαν μήνες. Ίσως και χρόνος. Η ζωή συνέχισε, όπως πάντα. Ή έτσι πίστευα. Εκείνο το απόγευμα στην Πάρο, εκείνη η νύχτα στο δωμάτιο με θέα το Αιγαίο, έμεινε μέσα μου σαν σημάδι που δεν φαίνεται αλλά δεν ξεθωριάζει ποτέ.
Κι ύστερα — ξανά. Εντελώς απρόσμενα.
Ήταν σε ένα συνέδριο στην Αθήνα. Σ’ ένα ξενοδοχείο στο Κέντρο, από αυτά τα μοντέρνα με μίνιμαλ γραμμές και βλέμματα που διασταυρώνονται στα ασανσέρ. Στεκόμουν με το ποτήρι στο χέρι, βαριεστημένος, όταν την είδα.
Περπατούσε ανάμεσα στον κόσμο όπως τότε. Ήρεμη, σίγουρη. Με το ίδιο βλέμμα. Σαν να μην είχε περάσει ούτε μέρα.
Τα μάτια μας συναντήθηκαν. Δεν υπήρξε εκπληξή. Ούτε χαμόγελο. Μόνο εκείνη η αργή στροφή του κεφαλιού, εκείνο το “ναι” που λέγεται χωρίς λέξεις.
Στάθηκε δίπλα μου. Πλησίασε με φυσικότητα, σαν να είχαμε κανονίσει συνάντηση από πριν.
— «Δεν πίστευα ότι θα σε ξαναδώ,» μου είπε.
— «Ούτε εγώ… αλλά να που είμαστε εδώ.»
Μια παύση. Και μετά το πιο ανατριχιαστικό χαμόγελό της.
— «Θυμάσαι τα σεντόνια εκείνα στην Πάρο;»
Δεν απάντησα. Μόνο έγνεψα. Γιατί δεν υπήρχε τρόπος να ξεχάσω.
Και τότε, με κοίταξε βαθιά.
— «Έχω δικό μου δωμάτιο αυτή τη φορά.»
Δεν χρειάστηκε τίποτα άλλο.
Το ασανσέρ φαινόταν να κινείται πιο αργά απ’ ό,τι συνήθως. Ήταν σαν να τραβούσε την αγωνία. Τα μάτια της καρφωμένα στα δικά μου, τα χέρια μας δεν αγγίχτηκαν. Όμως η απόσταση έκαιγε.
Το δωμάτιο στον 5ο όροφο ήταν απλό. Λευκά σεντόνια. Φως χαμηλό. Κλειστά παράθυρα. Αλλά η ατμόσφαιρα, φορτισμένη σαν ηλεκτρική καταιγίδα πριν ξεσπάσει.
Δεν με πλησίασε αμέσως. Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού. Ξεκίνησε να λύνει τα κορδόνια της, αργά, χωρίς να με κοιτάζει.
— «Δεν είναι όπως στην Πάρο. Δεν έχει θέα εδώ. Μόνο εμάς.»
Πήγα κοντά της. Της έπιασα το χέρι. Ζεστό. Γεμάτο μνήμη. Και κάτι ακόμα — μια αίσθηση ανεκπλήρωτου.
Η επόμενη ώρα… δεν ήταν επανάληψη. Ήταν εξέλιξη. Δεν υπήρχε η αθωότητα της πρώτης φοράς. Τώρα ήμασταν δύο άνθρωποι που ήξεραν ακριβώς τι κάνουν. Και ήθελαν κάθε στιγμή να διαρκεί λίγο παραπάνω.
Όταν αργότερα ξαπλώσαμε πλάτη με πλάτη, μείναμε σιωπηλοί για ώρα. Μέχρι που τη ρώτησα:
— «Και τώρα;»
Η απάντησή της ήρθε σχεδόν ψιθυριστά:
— «Τώρα… το κρατάμε δικό μας. Ή… το συνεχίζουμε.»